- μαντιλοδεμένος
- -η, -οαυτός που έχει το κεφάλι δεμένο με μαντίλι: Από τότε που χήρεψε ήταν πάντα μαντιλοδεμένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντιλοδεμένος — η, ο αυτός που έχει δέσει μαντίλι στο κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + δεμένος (πρβλ. αλυσο δεμένος)] … Dictionary of Greek
μαντηλοδεμένος — η, ο βλ. μαντιλοδεμένος … Dictionary of Greek
μαντιλωτός — ή, ό [μαντιλώνω] καλυμμένος με μαντίλι, μαντιλοδεμένος, μαντιλοφορεμένος … Dictionary of Greek